chronosmag.eu,16/06/2013
Η εσωστρεφής διαχείριση του μεγαλύτερου ανασκαφικού έργου που έγινε ποτέ στη Θεσσαλονίκη
μειώνει τη σημασία του για την πόλη και τους κατοίκους της
Κώστας Κωτσάκης
Ξαφνικά, την άνοιξη του 2013, η Θεσσαλονίκη συνειδητοποίησε ότι η κατασκευή του μετρό και η διατήρηση των αρχαιοτήτων της πόλης είναι δύο δραστηριότητες ασύμβατες. Αν και ο βασικός σχεδιασμός του μετρό πηγαίνει πίσω στο 1993 –δηλαδή είκοσι χρόνια πριν– και η δημοπράτηση του έργου στο 2003, καμία υπηρεσία, κανένας φορέας, επιστημονικός ή επαγγελματικός, δεν διατύπωσε όλο αυτό το διάστημα κάποια, οποιασδήποτε μορφής, ένσταση για το προφανές γεγονός ότι η διαδρομή του μετρό ακολουθεί τους αρχαίους δρόμους της πόλης και επομένως η κατασκευή του σημαίνει την ουσιαστική καταδίκη σημαντικών αρχαιοτήτων. Καμιά εφημερίδα δεν το επισήμανε, κανένα πολιτικό κόμμα δεν ψέλλισε το παραμικρό. Στο διάστημα αυτό, οι εργασίες κατασκευής των τεσσάρων σταθμών που βρίσκονται μέσα στα όρια της ιστορικής πόλης έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί ανασκάπτοντας και αφαιρώντας ολοκληρωτικά τις φάσεις της ιστορίας της πόλης, από την ίδρυσή της στα ελληνιστικά χρόνια μέχρι την πυρκαγιά του 1917. Απόλυτη σιγή συνόδευσε την απόσπαση και μετακίνηση των αρχαιοτήτων του σταθμού της Αγίας Σοφίας, σκοτάδι τη μεταχείριση της παλαιοχριστιανικής βασιλικής του σταθμού Συντριβανίου, αδιαφορία για τα ευρήματα στους υπόλοιπους.
Εκ των υστέρων, το επικοινωνιακό τμήμα της κοινοπραξίας κατασκευαστών και αρχαιολογικής υπηρεσίας (αν υποθέσουμε ότι υφίσταται – πράγμα εκ του αποτελέσματος μάλλον απίθανο) δεν έχει κανέναν λόγο να αισθάνεται ικανοποιημένο. Σε όλη τη διάρκεια του έργου, οι ανασκαφές παρέμειναν ερμητικά κλεισμένες πίσω από πυκνές λαμαρίνες που εμπόδιζαν και εξακολουθούν να εμποδίζουν τη θέα του έργου, καμιά σοβαρή δραστηριότητα δημοσιοποίησης των ευρημάτων των ανασκαφών δεν υπήρξε, η αρχαιολογική υπηρεσία και οι τοπικοί εμπλεκόμενοι υπάλληλοι δεν ανέλαβαν καμιά απολύτως πρωτοβουλία επικοινωνίας με το κοινό. Γενικά, στο σημαντικό αυτό αρχαιολογικό έργο, το σημαντικότερο ίσως που αναλήφθηκε ποτέ στην πόλη της Θεσσαλονίκης, οι αρχαιότητες δικάστηκαν ερήμην –των κατοίκων της πόλης, των ερευνητών, των μικροεπιχειρηματιών που γειτονεύουν με τους σταθμούς– και καταστράφηκαν εξαιτίας της μακροχρόνιας λειτουργικής κατάρρευσης του χώρου, γενικά οποιουδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί, με τους σημερινούς όρους πολιτισμικής διαχείρισης, ενδιαφερόμενη ομάδα (stakeholder).
Η απουσία επικοινωνιακής πολιτικής της κοινοπραξίας είναι σημαντική και θα επανέλθω παρακάτω, αλλά δεν εξηγεί, νομίζω, μόνο αυτή τη γενική απάθεια. Η σιωπηρή αποδοχή της καταστροφής των αρχαίων συνδέεται με την απλοϊκή αλλά διαδεδομένη αντίληψη ότι το παρελθόν πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στην ανάγκη του παρόντος και του μέλλοντος. Αν και η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει κεφαλαιοποιήσει τις αρχαιότητες και το παρελθόν προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, οι πολίτες της συνήθως διακατέχονται από ένα πνεύμα εργαλειακού «εκμοντερνισμού», αφήνοντας το αρχαίο παρελθόν για τις επετείους και τα σχολικά βιβλία, ιδιαίτερα όταν αυτό μπλέκεται στις φροντίδες του παρόντος. Η μετατροπή του παρελθόντος σε ιδεολόγημα που παράγεται συνεχώς από αυτό το κράτος έχει καθηλώσει το νόημά του σε μια φαντασιακή σχέση, που μπορεί να διατηρείται απρόσβλητη από την πραγματικότητα και επομένως από την τύχη των αρχαίων, την οποία εμείς οι ίδιοι καθορίζουμε με τις αποφάσεις και τις πράξεις μας. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα όχι μόνο η σιωπή που περιέβαλε τις επιτελικές επιλογές για το μετρό της Θεσσαλονίκης και τις αρχαιότητες, αλλά και το μοναδικό παράδοξο να υπερθεματίζουν στην εκστρατεία για τη διάσωσή τους και εκείνοι που συμμετείχαν από διάφορες θέσεις στις αποφάσεις που κατέληξαν στην επικείμενη καταστροφή τους.
Στις 8 Μαρτίου, μετά τον θόρυβο που ξέσπασε γύρω από τη γνωστή ομόφωνη απόφαση του Κ.Α.Σ. για την απόσπαση των αρχαιοτήτων της οδού Βενιζέλου και τη μεταφορά τους αρκετά χιλιόμετρα μακριά, στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, την έκκληση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (που περιλαμβάνει αποκλειστικά τους μόνιμους αρχαιολόγους του Υπουργείου Πολιτισμού και όχι τους Έλληνες αρχαιολόγους γενικά, όπως υπονοεί ο τίτλος του) για τη συλλογή υπογραφών μέσω του διαδικτύου και άλλων μέσων, αυτοψίες παραγόντων, έντονη αντίδραση του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη και του Α.Π.Θ., οργανώθηκε από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ημερίδα με θέμα τις «δυνατότητες ανάδειξης των ευρημάτων στον σταθμό Βενιζέλου». Στην ημερίδα αυτή έκαναν σύντομες παρεμβάσεις πολλοί, οι οποίοι τοποθετήθηκαν για τη σημασία και τη διάσωση των αρχαιοτήτων. Στις ομόθυμες τοποθετήσεις παραγόντων, ειδικών αλλά και κοινού υπήρξαν ενδιαφέρουσες απόψεις, αλλά και τοποθετήσεις που αξίζει να σημειωθούν καθώς έχουν γενικότερη σημασία, όπως η παραδειγματική αντίληψη της ιστορίας και η έμφαση στην πολιτισμική συνέχεια, η αξιολόγηση του πολιτισμού σε υψηλές και χαμηλές εκδοχές του, και κυρίως, το «προπατορικό αμάρτημα» της ελληνικής αρχαιολογίας, η μνημειακή αντίληψη του πολιτισμού. Αυτή η τελευταία κινητοποίησε στην οδό Βενιζέλου ευαισθησίες όπως δεν κατόρθωσαν οι περίπου ανάλογες αρχαιότητες του σταθμού της Αγίας Σοφίας, την τύχη των οποίων εξακολουθούν ελάχιστοι να συνειδητοποιούν. Είναι ενδεικτικό όμως ότι παραδόξως δεν ειπώθηκε τίποτε για τους ταλαιπωρημένους επαγγελματίες και κατοίκους της περιοχής, που βλέπουν τα μαγαζιά τους να κλείνουν το ένα μετά το άλλο και τη γειτονιά τους να καταρρέει, θύματα της διαχείρισης του έργου που προστίθεται στην εξοντωτική οικονομική κρίση δίνοντας χαριστική βολή. Η απουσία κάθε σχετικής αναφοράς δείχνει με ενάργεια πόσο ελάχιστα η επίσημη διαχείριση των αρχαιοτήτων έλαβε ουσιαστικά υπόψη της το κοινό στο οποίο απευθύνεται το τελικό αρχαιολογικό προϊόν. Τέλος, στις 17 Απριλίου το Α.Π.Θ. ανακοίνωσε σε ανοιχτή εκδήλωση τέσσερις προτάσεις για την επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων μέσα στον σταθμό, μετά την απόσπασή τους και τη συνέχεια της ανασκαφής, προκειμένου να ολοκληρωθεί η κατασκευή του σταθμού. Ανάλογη πρόταση κατέθεσε και το Τ.Ε.Ε. Μακεδονίας.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το όντως σοβαρό πρόβλημα προκύπτει από τη συνολική αποτυχία της διαχείρισης του έργου, στην οποία οι αστοχίες και των δύο πλευρών, της εταιρείας Αττικό Μετρό και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, υπήρξαν καταλυτικές. Όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της προϊσταμένης αρχής, η Αρχαιολογική Υπηρεσία θεωρούσε εξαρχής ότι η τύχη των αρχαιοτήτων, που περιγράφονται με ακρίβεια πριν αποκαλυφθούν από τα έργα κατασκευής, θα ήταν είτε η κατάχωση είτε η καταστροφή ή η απόσπαση και η μεταφορά σε άλλο μέρος, όπως και εντέλει αποφασίστηκε. Παρά τον ήδη γνωστό χαρακτήρα των αρχαιοτήτων αλλά και των τεχνικών τους στοιχείων, όπως η στάθμη τους, δεν αντιμετωπίστηκε σοβαρά η πιθανότητα συνύπαρξης του σταθμού με τις αρχαιότητες, προοπτική που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν είχε ακολουθηθεί μια ριζικά διαφορετική ανασκαφική στρατηγική. Αντί γι’ αυτό όμως, οι υπεύθυνοι ακολούθησαν την πεπατημένη της σωστικής ανασκαφής που εφαρμόζεται στα ιδιωτικά έργα, δηλαδή στις κάθετες εκσκαφές οικοπέδων εντός πόλης όπου αποκαλύπτονται αρχαία. Ενώ όμως στα ιδιωτικά έργα η τελική διατήρηση των αρχαιοτήτων είναι εφικτή καθώς η εκσκαφή των θεμελίων σταματά στο επίπεδο των αρχαιοτήτων θυσιάζοντας τα υπόγεια, στο ειδικό έργο του μετρό το βάθος της εκσκαφής είναι εξαρχής προσδιορισμένο και βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα των αρχαιοτήτων. Επομένως, εκ των πραγμάτων επιβάλλει την καταστροφή των αρχαιοτήτων που μεσολαβούν. Η αστοχία αυτή προδιέγραψε και την τύχη των αρχαιοτήτων, και δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι τελικά θα αυξήσει και το συνολικό κόστος.
Η εσωστρεφής διαχείριση του μεγαλύτερου ανασκαφικού έργου που έγινε ποτέ στη Θεσσαλονίκη
μειώνει τη σημασία του για την πόλη και τους κατοίκους της
Κώστας Κωτσάκης
Ξαφνικά, την άνοιξη του 2013, η Θεσσαλονίκη συνειδητοποίησε ότι η κατασκευή του μετρό και η διατήρηση των αρχαιοτήτων της πόλης είναι δύο δραστηριότητες ασύμβατες. Αν και ο βασικός σχεδιασμός του μετρό πηγαίνει πίσω στο 1993 –δηλαδή είκοσι χρόνια πριν– και η δημοπράτηση του έργου στο 2003, καμία υπηρεσία, κανένας φορέας, επιστημονικός ή επαγγελματικός, δεν διατύπωσε όλο αυτό το διάστημα κάποια, οποιασδήποτε μορφής, ένσταση για το προφανές γεγονός ότι η διαδρομή του μετρό ακολουθεί τους αρχαίους δρόμους της πόλης και επομένως η κατασκευή του σημαίνει την ουσιαστική καταδίκη σημαντικών αρχαιοτήτων. Καμιά εφημερίδα δεν το επισήμανε, κανένα πολιτικό κόμμα δεν ψέλλισε το παραμικρό. Στο διάστημα αυτό, οι εργασίες κατασκευής των τεσσάρων σταθμών που βρίσκονται μέσα στα όρια της ιστορικής πόλης έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί ανασκάπτοντας και αφαιρώντας ολοκληρωτικά τις φάσεις της ιστορίας της πόλης, από την ίδρυσή της στα ελληνιστικά χρόνια μέχρι την πυρκαγιά του 1917. Απόλυτη σιγή συνόδευσε την απόσπαση και μετακίνηση των αρχαιοτήτων του σταθμού της Αγίας Σοφίας, σκοτάδι τη μεταχείριση της παλαιοχριστιανικής βασιλικής του σταθμού Συντριβανίου, αδιαφορία για τα ευρήματα στους υπόλοιπους.
Εκ των υστέρων, το επικοινωνιακό τμήμα της κοινοπραξίας κατασκευαστών και αρχαιολογικής υπηρεσίας (αν υποθέσουμε ότι υφίσταται – πράγμα εκ του αποτελέσματος μάλλον απίθανο) δεν έχει κανέναν λόγο να αισθάνεται ικανοποιημένο. Σε όλη τη διάρκεια του έργου, οι ανασκαφές παρέμειναν ερμητικά κλεισμένες πίσω από πυκνές λαμαρίνες που εμπόδιζαν και εξακολουθούν να εμποδίζουν τη θέα του έργου, καμιά σοβαρή δραστηριότητα δημοσιοποίησης των ευρημάτων των ανασκαφών δεν υπήρξε, η αρχαιολογική υπηρεσία και οι τοπικοί εμπλεκόμενοι υπάλληλοι δεν ανέλαβαν καμιά απολύτως πρωτοβουλία επικοινωνίας με το κοινό. Γενικά, στο σημαντικό αυτό αρχαιολογικό έργο, το σημαντικότερο ίσως που αναλήφθηκε ποτέ στην πόλη της Θεσσαλονίκης, οι αρχαιότητες δικάστηκαν ερήμην –των κατοίκων της πόλης, των ερευνητών, των μικροεπιχειρηματιών που γειτονεύουν με τους σταθμούς– και καταστράφηκαν εξαιτίας της μακροχρόνιας λειτουργικής κατάρρευσης του χώρου, γενικά οποιουδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί, με τους σημερινούς όρους πολιτισμικής διαχείρισης, ενδιαφερόμενη ομάδα (stakeholder).
Η απουσία επικοινωνιακής πολιτικής της κοινοπραξίας είναι σημαντική και θα επανέλθω παρακάτω, αλλά δεν εξηγεί, νομίζω, μόνο αυτή τη γενική απάθεια. Η σιωπηρή αποδοχή της καταστροφής των αρχαίων συνδέεται με την απλοϊκή αλλά διαδεδομένη αντίληψη ότι το παρελθόν πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στην ανάγκη του παρόντος και του μέλλοντος. Αν και η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει κεφαλαιοποιήσει τις αρχαιότητες και το παρελθόν προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, οι πολίτες της συνήθως διακατέχονται από ένα πνεύμα εργαλειακού «εκμοντερνισμού», αφήνοντας το αρχαίο παρελθόν για τις επετείους και τα σχολικά βιβλία, ιδιαίτερα όταν αυτό μπλέκεται στις φροντίδες του παρόντος. Η μετατροπή του παρελθόντος σε ιδεολόγημα που παράγεται συνεχώς από αυτό το κράτος έχει καθηλώσει το νόημά του σε μια φαντασιακή σχέση, που μπορεί να διατηρείται απρόσβλητη από την πραγματικότητα και επομένως από την τύχη των αρχαίων, την οποία εμείς οι ίδιοι καθορίζουμε με τις αποφάσεις και τις πράξεις μας. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα όχι μόνο η σιωπή που περιέβαλε τις επιτελικές επιλογές για το μετρό της Θεσσαλονίκης και τις αρχαιότητες, αλλά και το μοναδικό παράδοξο να υπερθεματίζουν στην εκστρατεία για τη διάσωσή τους και εκείνοι που συμμετείχαν από διάφορες θέσεις στις αποφάσεις που κατέληξαν στην επικείμενη καταστροφή τους.
Στις 8 Μαρτίου, μετά τον θόρυβο που ξέσπασε γύρω από τη γνωστή ομόφωνη απόφαση του Κ.Α.Σ. για την απόσπαση των αρχαιοτήτων της οδού Βενιζέλου και τη μεταφορά τους αρκετά χιλιόμετρα μακριά, στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, την έκκληση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (που περιλαμβάνει αποκλειστικά τους μόνιμους αρχαιολόγους του Υπουργείου Πολιτισμού και όχι τους Έλληνες αρχαιολόγους γενικά, όπως υπονοεί ο τίτλος του) για τη συλλογή υπογραφών μέσω του διαδικτύου και άλλων μέσων, αυτοψίες παραγόντων, έντονη αντίδραση του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη και του Α.Π.Θ., οργανώθηκε από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ημερίδα με θέμα τις «δυνατότητες ανάδειξης των ευρημάτων στον σταθμό Βενιζέλου». Στην ημερίδα αυτή έκαναν σύντομες παρεμβάσεις πολλοί, οι οποίοι τοποθετήθηκαν για τη σημασία και τη διάσωση των αρχαιοτήτων. Στις ομόθυμες τοποθετήσεις παραγόντων, ειδικών αλλά και κοινού υπήρξαν ενδιαφέρουσες απόψεις, αλλά και τοποθετήσεις που αξίζει να σημειωθούν καθώς έχουν γενικότερη σημασία, όπως η παραδειγματική αντίληψη της ιστορίας και η έμφαση στην πολιτισμική συνέχεια, η αξιολόγηση του πολιτισμού σε υψηλές και χαμηλές εκδοχές του, και κυρίως, το «προπατορικό αμάρτημα» της ελληνικής αρχαιολογίας, η μνημειακή αντίληψη του πολιτισμού. Αυτή η τελευταία κινητοποίησε στην οδό Βενιζέλου ευαισθησίες όπως δεν κατόρθωσαν οι περίπου ανάλογες αρχαιότητες του σταθμού της Αγίας Σοφίας, την τύχη των οποίων εξακολουθούν ελάχιστοι να συνειδητοποιούν. Είναι ενδεικτικό όμως ότι παραδόξως δεν ειπώθηκε τίποτε για τους ταλαιπωρημένους επαγγελματίες και κατοίκους της περιοχής, που βλέπουν τα μαγαζιά τους να κλείνουν το ένα μετά το άλλο και τη γειτονιά τους να καταρρέει, θύματα της διαχείρισης του έργου που προστίθεται στην εξοντωτική οικονομική κρίση δίνοντας χαριστική βολή. Η απουσία κάθε σχετικής αναφοράς δείχνει με ενάργεια πόσο ελάχιστα η επίσημη διαχείριση των αρχαιοτήτων έλαβε ουσιαστικά υπόψη της το κοινό στο οποίο απευθύνεται το τελικό αρχαιολογικό προϊόν. Τέλος, στις 17 Απριλίου το Α.Π.Θ. ανακοίνωσε σε ανοιχτή εκδήλωση τέσσερις προτάσεις για την επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων μέσα στον σταθμό, μετά την απόσπασή τους και τη συνέχεια της ανασκαφής, προκειμένου να ολοκληρωθεί η κατασκευή του σταθμού. Ανάλογη πρόταση κατέθεσε και το Τ.Ε.Ε. Μακεδονίας.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το όντως σοβαρό πρόβλημα προκύπτει από τη συνολική αποτυχία της διαχείρισης του έργου, στην οποία οι αστοχίες και των δύο πλευρών, της εταιρείας Αττικό Μετρό και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, υπήρξαν καταλυτικές. Όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της προϊσταμένης αρχής, η Αρχαιολογική Υπηρεσία θεωρούσε εξαρχής ότι η τύχη των αρχαιοτήτων, που περιγράφονται με ακρίβεια πριν αποκαλυφθούν από τα έργα κατασκευής, θα ήταν είτε η κατάχωση είτε η καταστροφή ή η απόσπαση και η μεταφορά σε άλλο μέρος, όπως και εντέλει αποφασίστηκε. Παρά τον ήδη γνωστό χαρακτήρα των αρχαιοτήτων αλλά και των τεχνικών τους στοιχείων, όπως η στάθμη τους, δεν αντιμετωπίστηκε σοβαρά η πιθανότητα συνύπαρξης του σταθμού με τις αρχαιότητες, προοπτική που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν είχε ακολουθηθεί μια ριζικά διαφορετική ανασκαφική στρατηγική. Αντί γι’ αυτό όμως, οι υπεύθυνοι ακολούθησαν την πεπατημένη της σωστικής ανασκαφής που εφαρμόζεται στα ιδιωτικά έργα, δηλαδή στις κάθετες εκσκαφές οικοπέδων εντός πόλης όπου αποκαλύπτονται αρχαία. Ενώ όμως στα ιδιωτικά έργα η τελική διατήρηση των αρχαιοτήτων είναι εφικτή καθώς η εκσκαφή των θεμελίων σταματά στο επίπεδο των αρχαιοτήτων θυσιάζοντας τα υπόγεια, στο ειδικό έργο του μετρό το βάθος της εκσκαφής είναι εξαρχής προσδιορισμένο και βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα των αρχαιοτήτων. Επομένως, εκ των πραγμάτων επιβάλλει την καταστροφή των αρχαιοτήτων που μεσολαβούν. Η αστοχία αυτή προδιέγραψε και την τύχη των αρχαιοτήτων, και δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι τελικά θα αυξήσει και το συνολικό κόστος.
Η διαχρονία της πόλης, η χαμένη ευκαιρία και η κατασκευή του παρελθόντος
Στην περίπτωση του μετρό της Θεσσαλονίκης, η συνύπαρξη των αρχαιοτήτων με τη λειτουργία του σταθμού θα έπρεπε να είναι εξαρχής ο κύριος στόχος του έργου, αλλά και η πραγματική μοναδικότητά του, για μια σειρά από λόγους. Η κοινή γνώμη πιστεύει ότι οι γνωστές αρχαιότητες της διασταύρωσης Εγνατίας και Βενιζέλου αντιπροσωπεύουν το σύνολο των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν σε αυτό τη σημείο. Στην πραγματικότητα αποτελούν μία μόνο φάση της μακριάς διαχρονίας της πόλης που αποτυπώνεται σε διαδοχικές διαστρώσεις σε μια συνεχή στρωματογραφία που φτάνει σε βάθος τα 10 μέτρα. Πάνω από τις επίμαχες αρχαιότητες βρίσκονται οι μεταγενέστερες βυζαντινές και οθωμανικές φάσεις, μέχρι την πυρκαγιά του 1917, που έχουν ήδη αφαιρεθεί. Κάτω από αυτές βρίσκονται οι ρωμαϊκές και οι ελληνιστικές φάσεις, μέχρι την ίδρυση της πόλης το 316 π.Χ., που θα αφαιρεθούν. Όμως, παρά την ομοφωνία που έχει επικρατήσει στη δημόσια συζήτηση μεταξύ αρχαιολόγων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τεχνικών και κοινής γνώμης για τη σημασία των συγκεκριμένων αρχαιοτήτων, τα κατάλοιπα του παρελθόντος δεν είναι εύκολο να αξιολογηθούν ούτε να καταταχτούν σε «σημαντικά» και «ασήμαντα». Γιατί, για παράδειγμα, η ελληνιστική φάση είναι λιγότερο σημαντική από την πρώιμη βυζαντινή; Γιατί όχι η Θεσσαλονίκη του Γαλέριου; Όλα τα ίχνη του παρελθόντος επιβάλλουν ανάλογες υποχρεώσεις, διαφορετικά η «κατασκευή» του παρελθόντος με βάση τις προτεραιότητες, τις επιθυμίες ή τις πολιτικές σκοπιμότητες του παρόντος είναι ένας σοβαρός κίνδυνος, όπως δεκαετίες τώρα έχει συνειδητοποιηθεί διεθνώς και εκφράζεται σε συνθήκες και καταστατικούς χάρτες. Ένας πρώτος στόχος της πολιτισμικής διαχείρισης, αν υπήρχε στο πλαίσιο του συγκεκριμένου έργου, θα ήταν ο προσδιορισμός της αξίας κάθε πολιτισμικού αγαθού, κάτι που απαιτεί συστηματική και σε βάθος έρευνα με όλες τις ενδιαφερόμενες ομάδες που το προσλαμβάνουν σε σχέση με τις δικές τους επιδιώξεις. Είναι προφανές ότι αυτό δεν έγινε ούτε προβλέπεται να γίνει.
Όλες οι αρχαιότητες που έχουν ήδη αφαιρεθεί, όπως και αυτές που θα αφαιρεθούν στη συνέχεια, αποτελούν επομένως μια σοβαρή, μη αντιστρεπτή απώλεια. Αναμφίβολα, το σημαντικότερο εύρημα της ανασκαφής στην οδό Βενιζέλου, το πραγματικό «μνημείο», είναι η συνεχής και αδιάσπαστη στρωματογραφία στο σύνολό της, με τις διακριτές της υλοποιήσεις σε δρόμους, κτίρια κ.λπ. Θα είχε ιδιαίτερη εκπαιδευτική, αισθητική και βιωματική αξία να εκτεθεί στο κοινό που θα χρησιμοποιεί καθημερινά αυτό το δημόσιο μέσο μεταφοράς. Η πραγματική διαχρονία της πόλης θα μπορούσε να εικονιστεί με ιδιαίτερη σαφήνεια, όπως πουθενά αλλού στην πόλη, ενώ η κίνηση στο σταθμό θα ισοδυναμούσε συνειρμικά με την αίσθηση της κατάβασης σε όλο το παρελθόν της πόλης. Δυστυχώς, η λύση που διαγράφεται σήμερα, λόγω των επιλογών που έχουν ήδη γίνει, έχει χάσει τη μοναδική δυνατότητα να αξιοποιήσει αυτή τη σημαντική διάσταση, καθώς υποχρεωτικά πρέπει να επικεντρωθεί στη μία μόνο φάση, εκείνη που για λόγους μνημειακότητας θεωρήθηκε άξια διατήρησης. Το ανακατασκευασμένο ανασκαφικό εύρημα που θα αφαιρεθεί και θα επανατοποθετηθεί στη θέση του, όπως προβλέπουν οι σχετικές προτάσεις, έξω από το διαχρονικό του συγκείμενο, κινδυνεύει έτσι με γρήγορη αδρανοποίηση και με υποβάθμιση ή και απώλεια του νοήματός του.
Η αδιαφάνεια στις αποφάσεις, η έλλειψη τεχνογνωσίας και το κλισέ του πολιτισμού
Ποια είναι τα χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον τα οποία μπορούν να εξαχθούν από αυτή την περιπέτεια των αρχαιοτήτων στη Θεσσαλονίκη που δεν φαίνεται να έχει τελειώσει ακόμη; Είναι γεγονός ότι οι αστοχίες στις στρατηγικές επιλογές οδήγησαν σε μια κατάσταση όπου η οποιαδήποτε λύση φαίνεται τώρα στενάχωρα συμβιβαστική και ανεπαρκής. Οι επιλογές αυτές όμως έγιναν από συγκεκριμένα άτομα και φορείς οι οποίοι, όπως φάνηκε, δεν διέθεταν την απαραίτητη εμπειρία των διεθνών πρακτικών σε ανάλογης κλίμακας αρχαιολογικά έργα. Η προληπτική αρχαιολογία, ένας χώρος γρήγορα εξελισσόμενος στην Ευρώπη, έχει αναπτύξει συγκεκριμένες μεθοδολογίες, προσεγγίσεις και πρωτόκολλα για να αντιμετωπιστούν ανάλογα ζητήματα με αποτελεσματικό τρόπο. Αλλά κανείς υπεύθυνος δεν φάνηκε να είχε υπόψη του αυτή τη σύγχρονη διάσταση, που χειρίζεται το αρχαιολογικό έργο όταν πραγματοποιείται σε συνθήκες πίεσης χρόνου και κόστους, στο πλαίσιο ενός τεχνικού έργου. Οι υπεύθυνοι, αντίθετα, προσέγγισαν το ζήτημα αφελώς ως μια μεγαλύτερη σωστική ανασκαφή, στην οποία ο επιπλέον χρόνος και το κόστος επιβαρύνουν εκβιαστικά τον ιδιοκτήτη, που δεν έχει άλλη επιλογή. Στην πραγματικότητα όμως, η κλίμακα και τα ειδικά χαρακτηριστικά του έργου επέβαλαν διαφορετική προσέγγιση. Όπως ήδη σημειώθηκε, πρόκειται για το μεγαλύτερης κλίμακας και πολυπλοκότητας αρχαιολογικό έργο που έγινε ποτέ στην πόλη της Θεσσαλονίκης, μέσα σε ιδιαίτερα πυκνό και συνεχή διαχρονικό αστικό ιστό και για τον λόγο αυτό ήταν επιβεβλημένος ο βέλτιστος σχεδιασμός όλων των όψεων του εγχειρήματος και ο αρτιότερος συντονισμός της εκτέλεσής του. Τέτοια ειδικά χαρακτηριστικά θα απαιτούσαν ειδική αντιμετώπιση αλλά και ειδικές υποχρεώσεις, ειδικές προδιαγραφές, καινοτόμες εφαρμογές νέων τεχνολογιών, διεπιστημονικότητα και συνεχή διάλογο. Δυστυχώς, υποτιμώντας τη δυσκολία του εγχειρήματος και την ανάγκη για υποστήριξή του από οποιονδήποτε διαθέτει την ανάλογη τεχνογνωσία, ακόμη και από το εξωτερικό, όλες οι αποφάσεις λήφθηκαν για δύο δεκαετίες τώρα σε καθεστώς απόλυτης αδιαφάνειας, με τη γνώριμη σε όλους μας εσωστρεφή διάθεση αποκλεισμού των εκτός της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Και βέβαια, δεν υπήρξε καμιά έννοια πολιτισμικής διαχείρισης του έργου, επικοινωνίας με τις ενδιαφερόμενες ομάδες.1 Ύστερα από δέκα χρόνια ανασκαφών, η εικόνα των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν δεν έχει καθόλου καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση των κατοίκων της πόλης παρά μόνο σαν ενόχληση της καθημερινής τους ζωής. Δικαιολογεί λοιπόν το αποτέλεσμα αυτή τη συντεχνιακή σχεδόν αλαζονεία; Ας το κρίνουν οι αναγνώστες.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο σύλλογος των αρχαιολόγων επανέφερε με απόφαση της 25.1.2013 το ζήτημα στο επίπεδο της αντιπαράθεσης με την Αττικό Μετρό Α.Ε., στη βάση της πολιτισμικής αξίας ειδικά των επίμαχων ευρημάτων της Βενιζέλου και Εγνατίας.2 Η αντιπαράθεση μπορεί όντως να υπάρχει με την Αττικό Μετρό, το ζήτημα όμως είναι αν η Αρχαιολογική Υπηρεσία έκανε ως θεσμός όσα έπρεπε να γίνουν ή αν είναι σε θέση με τη συγκεκριμένη κλειστή δομή και συγκεντρωτική της πολιτική να κάνει όσα πρέπει να γίνουν. Κυρίως όμως το ζήτημα είναι πώς θα μπορούσε να ανταποκριθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε ανάλογες περιπτώσεις στο μέλλον. Στο μεταξύ, οι δηλώσεις και οι συνεντεύξεις στα μέσα (μεταξύ των οποίων και ανθρώπων που έχουν διευθύνει το έργο σε διάφορες φάσεις του) περιστρέφονται γύρω από τη μεγάλη σημασία του πολιτισμού. Παραφράζοντας όμως αυτό που εύστοχα είπε πρόσφατα ο αρχιτέκτονας Γιάννης Αίσωπος για το «πράσινο» του Rethink Athens,3 ο «πολιτισμός» αποτελεί στις μέρες μας το πιο διαδομένο κλισέ, είναι α-πολιτικός, προσφέρει εκ των προτέρων συναίνεση και προστατεύει από οποιαδήποτε κριτική. Πολιτισμικός συντελεστής δεν γίνεσαι επειδή μιλάς για πολιτισμό, αλλά από αυτά που κάνεις και από αυτά που δεν κάνεις. Και σε αυτή την περίπτωση, αυτά που δεν έγιναν είναι πολλά και είναι καλύτερα να τα αναγνωρίσουμε πριν τα καλύψουμε πίσω από τη μεγάλη έννοια του πολιτισμού.
Στη Μανωλάδα της Ηλείας, με αφορμή το γνωστό επεισόδιο, οι παραγωγοί φράουλας, οι τοπικοί παράγοντες, οι αρχές και οι κάτοικοι δήλωσαν την αντίθεσή τους με την εκμετάλλευση των παράνομων μεταναστών. Η εκμετάλλευση της παράνομης εργασίας ωστόσο συντηρείται εδώ και δεκαετίες από ένα σύστημα που το γνωρίζουν όλοι και εμπλέκεται με την κοινωνία.4 Τα γεγονότα της Μανωλάδας δεν ήταν μια έκπληξη. Ήταν η αναμενόμενη κατάληξη μιας λανθασμένης αντίληψης ανάπτυξης στην οποία όλοι συμμετείχαν.
Στην περίπτωση του μετρό της Θεσσαλονίκης, η συνύπαρξη των αρχαιοτήτων με τη λειτουργία του σταθμού θα έπρεπε να είναι εξαρχής ο κύριος στόχος του έργου, αλλά και η πραγματική μοναδικότητά του, για μια σειρά από λόγους. Η κοινή γνώμη πιστεύει ότι οι γνωστές αρχαιότητες της διασταύρωσης Εγνατίας και Βενιζέλου αντιπροσωπεύουν το σύνολο των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν σε αυτό τη σημείο. Στην πραγματικότητα αποτελούν μία μόνο φάση της μακριάς διαχρονίας της πόλης που αποτυπώνεται σε διαδοχικές διαστρώσεις σε μια συνεχή στρωματογραφία που φτάνει σε βάθος τα 10 μέτρα. Πάνω από τις επίμαχες αρχαιότητες βρίσκονται οι μεταγενέστερες βυζαντινές και οθωμανικές φάσεις, μέχρι την πυρκαγιά του 1917, που έχουν ήδη αφαιρεθεί. Κάτω από αυτές βρίσκονται οι ρωμαϊκές και οι ελληνιστικές φάσεις, μέχρι την ίδρυση της πόλης το 316 π.Χ., που θα αφαιρεθούν. Όμως, παρά την ομοφωνία που έχει επικρατήσει στη δημόσια συζήτηση μεταξύ αρχαιολόγων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τεχνικών και κοινής γνώμης για τη σημασία των συγκεκριμένων αρχαιοτήτων, τα κατάλοιπα του παρελθόντος δεν είναι εύκολο να αξιολογηθούν ούτε να καταταχτούν σε «σημαντικά» και «ασήμαντα». Γιατί, για παράδειγμα, η ελληνιστική φάση είναι λιγότερο σημαντική από την πρώιμη βυζαντινή; Γιατί όχι η Θεσσαλονίκη του Γαλέριου; Όλα τα ίχνη του παρελθόντος επιβάλλουν ανάλογες υποχρεώσεις, διαφορετικά η «κατασκευή» του παρελθόντος με βάση τις προτεραιότητες, τις επιθυμίες ή τις πολιτικές σκοπιμότητες του παρόντος είναι ένας σοβαρός κίνδυνος, όπως δεκαετίες τώρα έχει συνειδητοποιηθεί διεθνώς και εκφράζεται σε συνθήκες και καταστατικούς χάρτες. Ένας πρώτος στόχος της πολιτισμικής διαχείρισης, αν υπήρχε στο πλαίσιο του συγκεκριμένου έργου, θα ήταν ο προσδιορισμός της αξίας κάθε πολιτισμικού αγαθού, κάτι που απαιτεί συστηματική και σε βάθος έρευνα με όλες τις ενδιαφερόμενες ομάδες που το προσλαμβάνουν σε σχέση με τις δικές τους επιδιώξεις. Είναι προφανές ότι αυτό δεν έγινε ούτε προβλέπεται να γίνει.
Όλες οι αρχαιότητες που έχουν ήδη αφαιρεθεί, όπως και αυτές που θα αφαιρεθούν στη συνέχεια, αποτελούν επομένως μια σοβαρή, μη αντιστρεπτή απώλεια. Αναμφίβολα, το σημαντικότερο εύρημα της ανασκαφής στην οδό Βενιζέλου, το πραγματικό «μνημείο», είναι η συνεχής και αδιάσπαστη στρωματογραφία στο σύνολό της, με τις διακριτές της υλοποιήσεις σε δρόμους, κτίρια κ.λπ. Θα είχε ιδιαίτερη εκπαιδευτική, αισθητική και βιωματική αξία να εκτεθεί στο κοινό που θα χρησιμοποιεί καθημερινά αυτό το δημόσιο μέσο μεταφοράς. Η πραγματική διαχρονία της πόλης θα μπορούσε να εικονιστεί με ιδιαίτερη σαφήνεια, όπως πουθενά αλλού στην πόλη, ενώ η κίνηση στο σταθμό θα ισοδυναμούσε συνειρμικά με την αίσθηση της κατάβασης σε όλο το παρελθόν της πόλης. Δυστυχώς, η λύση που διαγράφεται σήμερα, λόγω των επιλογών που έχουν ήδη γίνει, έχει χάσει τη μοναδική δυνατότητα να αξιοποιήσει αυτή τη σημαντική διάσταση, καθώς υποχρεωτικά πρέπει να επικεντρωθεί στη μία μόνο φάση, εκείνη που για λόγους μνημειακότητας θεωρήθηκε άξια διατήρησης. Το ανακατασκευασμένο ανασκαφικό εύρημα που θα αφαιρεθεί και θα επανατοποθετηθεί στη θέση του, όπως προβλέπουν οι σχετικές προτάσεις, έξω από το διαχρονικό του συγκείμενο, κινδυνεύει έτσι με γρήγορη αδρανοποίηση και με υποβάθμιση ή και απώλεια του νοήματός του.
Η αδιαφάνεια στις αποφάσεις, η έλλειψη τεχνογνωσίας και το κλισέ του πολιτισμού
Ποια είναι τα χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον τα οποία μπορούν να εξαχθούν από αυτή την περιπέτεια των αρχαιοτήτων στη Θεσσαλονίκη που δεν φαίνεται να έχει τελειώσει ακόμη; Είναι γεγονός ότι οι αστοχίες στις στρατηγικές επιλογές οδήγησαν σε μια κατάσταση όπου η οποιαδήποτε λύση φαίνεται τώρα στενάχωρα συμβιβαστική και ανεπαρκής. Οι επιλογές αυτές όμως έγιναν από συγκεκριμένα άτομα και φορείς οι οποίοι, όπως φάνηκε, δεν διέθεταν την απαραίτητη εμπειρία των διεθνών πρακτικών σε ανάλογης κλίμακας αρχαιολογικά έργα. Η προληπτική αρχαιολογία, ένας χώρος γρήγορα εξελισσόμενος στην Ευρώπη, έχει αναπτύξει συγκεκριμένες μεθοδολογίες, προσεγγίσεις και πρωτόκολλα για να αντιμετωπιστούν ανάλογα ζητήματα με αποτελεσματικό τρόπο. Αλλά κανείς υπεύθυνος δεν φάνηκε να είχε υπόψη του αυτή τη σύγχρονη διάσταση, που χειρίζεται το αρχαιολογικό έργο όταν πραγματοποιείται σε συνθήκες πίεσης χρόνου και κόστους, στο πλαίσιο ενός τεχνικού έργου. Οι υπεύθυνοι, αντίθετα, προσέγγισαν το ζήτημα αφελώς ως μια μεγαλύτερη σωστική ανασκαφή, στην οποία ο επιπλέον χρόνος και το κόστος επιβαρύνουν εκβιαστικά τον ιδιοκτήτη, που δεν έχει άλλη επιλογή. Στην πραγματικότητα όμως, η κλίμακα και τα ειδικά χαρακτηριστικά του έργου επέβαλαν διαφορετική προσέγγιση. Όπως ήδη σημειώθηκε, πρόκειται για το μεγαλύτερης κλίμακας και πολυπλοκότητας αρχαιολογικό έργο που έγινε ποτέ στην πόλη της Θεσσαλονίκης, μέσα σε ιδιαίτερα πυκνό και συνεχή διαχρονικό αστικό ιστό και για τον λόγο αυτό ήταν επιβεβλημένος ο βέλτιστος σχεδιασμός όλων των όψεων του εγχειρήματος και ο αρτιότερος συντονισμός της εκτέλεσής του. Τέτοια ειδικά χαρακτηριστικά θα απαιτούσαν ειδική αντιμετώπιση αλλά και ειδικές υποχρεώσεις, ειδικές προδιαγραφές, καινοτόμες εφαρμογές νέων τεχνολογιών, διεπιστημονικότητα και συνεχή διάλογο. Δυστυχώς, υποτιμώντας τη δυσκολία του εγχειρήματος και την ανάγκη για υποστήριξή του από οποιονδήποτε διαθέτει την ανάλογη τεχνογνωσία, ακόμη και από το εξωτερικό, όλες οι αποφάσεις λήφθηκαν για δύο δεκαετίες τώρα σε καθεστώς απόλυτης αδιαφάνειας, με τη γνώριμη σε όλους μας εσωστρεφή διάθεση αποκλεισμού των εκτός της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Και βέβαια, δεν υπήρξε καμιά έννοια πολιτισμικής διαχείρισης του έργου, επικοινωνίας με τις ενδιαφερόμενες ομάδες.1 Ύστερα από δέκα χρόνια ανασκαφών, η εικόνα των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν δεν έχει καθόλου καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση των κατοίκων της πόλης παρά μόνο σαν ενόχληση της καθημερινής τους ζωής. Δικαιολογεί λοιπόν το αποτέλεσμα αυτή τη συντεχνιακή σχεδόν αλαζονεία; Ας το κρίνουν οι αναγνώστες.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο σύλλογος των αρχαιολόγων επανέφερε με απόφαση της 25.1.2013 το ζήτημα στο επίπεδο της αντιπαράθεσης με την Αττικό Μετρό Α.Ε., στη βάση της πολιτισμικής αξίας ειδικά των επίμαχων ευρημάτων της Βενιζέλου και Εγνατίας.2 Η αντιπαράθεση μπορεί όντως να υπάρχει με την Αττικό Μετρό, το ζήτημα όμως είναι αν η Αρχαιολογική Υπηρεσία έκανε ως θεσμός όσα έπρεπε να γίνουν ή αν είναι σε θέση με τη συγκεκριμένη κλειστή δομή και συγκεντρωτική της πολιτική να κάνει όσα πρέπει να γίνουν. Κυρίως όμως το ζήτημα είναι πώς θα μπορούσε να ανταποκριθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε ανάλογες περιπτώσεις στο μέλλον. Στο μεταξύ, οι δηλώσεις και οι συνεντεύξεις στα μέσα (μεταξύ των οποίων και ανθρώπων που έχουν διευθύνει το έργο σε διάφορες φάσεις του) περιστρέφονται γύρω από τη μεγάλη σημασία του πολιτισμού. Παραφράζοντας όμως αυτό που εύστοχα είπε πρόσφατα ο αρχιτέκτονας Γιάννης Αίσωπος για το «πράσινο» του Rethink Athens,3 ο «πολιτισμός» αποτελεί στις μέρες μας το πιο διαδομένο κλισέ, είναι α-πολιτικός, προσφέρει εκ των προτέρων συναίνεση και προστατεύει από οποιαδήποτε κριτική. Πολιτισμικός συντελεστής δεν γίνεσαι επειδή μιλάς για πολιτισμό, αλλά από αυτά που κάνεις και από αυτά που δεν κάνεις. Και σε αυτή την περίπτωση, αυτά που δεν έγιναν είναι πολλά και είναι καλύτερα να τα αναγνωρίσουμε πριν τα καλύψουμε πίσω από τη μεγάλη έννοια του πολιτισμού.
Στη Μανωλάδα της Ηλείας, με αφορμή το γνωστό επεισόδιο, οι παραγωγοί φράουλας, οι τοπικοί παράγοντες, οι αρχές και οι κάτοικοι δήλωσαν την αντίθεσή τους με την εκμετάλλευση των παράνομων μεταναστών. Η εκμετάλλευση της παράνομης εργασίας ωστόσο συντηρείται εδώ και δεκαετίες από ένα σύστημα που το γνωρίζουν όλοι και εμπλέκεται με την κοινωνία.4 Τα γεγονότα της Μανωλάδας δεν ήταν μια έκπληξη. Ήταν η αναμενόμενη κατάληξη μιας λανθασμένης αντίληψης ανάπτυξης στην οποία όλοι συμμετείχαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.