alterthess.gr,12/10/2015
Το μεγαλείο των αρχαιολογικών ευρημάτων μοναδικής αξίας για την Βυζαντινή Θεσσαλονίκη που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή του Μετρό της Θεσσαλονίκης δεν θα έπρεπε να αμφισβητείται.
Ίσως αν είχαν βρεθεί σε διαφορετικό σημείο ή αν η πόλη τα είχε δει να συνέβαινε έτσι. Όμως επειδή η κουβέντα που αφορά την ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων πάει "πακέτο" και με την πορεία κατασκευής του έργου η υπόθεση περιπλέκεται. Τόσο που πολλές φορές τα οικονομικά ζητήματα ενός προβληματικού από την πρώτη ημέρα τεχνικού έργου θολώνουν την εικόνα. Οι ακραίες μάλιστα φωνές έχουν φτάσει να ζητήσουν να καταχωθούν τα αρχαία ενώ με αγώνες της επιστημονικής κοινότητας και του Δήμου Θεσσαλονίκης μόλις πρόσφατα κερδήθηκε η παραμονή τους- αντί της απόσπασης- και η ανάδειξη τους στο φυσικό τους χώρο.
Η Δρ. Δέσποινα Μακροπούλου είχε την -κατά την άποψή μου- μεγάλη τύχη να είναι Διευθύντρια στην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων όταν ήρθε στο φως το σταυροδρόμι και η αρχαία Εγνατία. Γνωρίζει τα ευρήματα σαν την παλάμη του χεριού της, ίσως και καλύτερα. Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι βρέθηκε, τι συνέβη και φυσικά την άποψη της για το τι πρέπει να γίνει.
Συνέντευξη στην Κατερίνα Μπακιρτζή
Τι ακριβώς βρέθηκε κατά τη διάρκεια των έργων για το σταθμό της Βενιζέλου; Ήσασταν τότε Διευθύντρια της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Να διευκρινίσω ότι οι ανασκαφικές εργασίες είχαν ξεκινήσει αρκετό καιρό πριν τοποθετηθώ, το Δεκέμβριο του 2010, Διευθύντρια της Εφορείας. Είχαν ήδη αποκαλυφθεί τα νεότερα στρώματα τουρκοκρατίας και η ανασκαφική εργασία γινόταν στα διατιθέμενα κάθε φορά τμήματα του σταθμού. Είχαν βρεθεί τα ερείπια ενός μεγάλου δημόσιου κτηρίου που είχε οικοδομηθεί πριν τον 18ο αιώνα. Κατόπιν ο ανασκαφικός χώρος ενοποιήθηκε και συνεχίστηκε η έρευνα προς τα κάτω σε όλη την επιφάνεια του σταθμού. Τότε βρέθηκαν πολλά καταστήματα και εργαστήρια των βυζαντινών χρόνων κατά μήκος του μεγάλου δρόμου, της βυζαντινής Λεωφόρου, όπου κατασκευάζονταν και πωλούνταν κοσμήματα κυρίως.
Το φθινόπωρο του 2012 πλησιάζαμε πλέον στον 4ο αιώνα μ.Χ. Ότι σε λίγο θα βρίσκαμε το σταυροδρόμι και την αρχαία Εγνατία σε όλο το πλάτος της το ξέραμε, και σιγά-σιγά είδαμε να αναδύεται το τοπίο της κοσμικής Θεσσαλονίκης της ύστερης αρχαιότητας, που όλοι γνωρίζετε πια και που δικαίως αποκλήθηκε «Πομπηία της Θεσσαλονίκης».
Ο κύριος δρόμος της πόλης και τα παρακείμενα σε αυτόν σπίτια και δημόσια οικοδομήματα από τον 4ο αιώνα έως τον 12ο περίπου, όπως και η μορφή που είχε το σταυροδρόμι στους αιώνες αυτούς, είναι συνοπτικά τα ευρήματα που συνιστούν την «Πομπηία». Οι αρχαιότητες αυτές και η σημασία τους καταδείχτηκαν με κάθε ευκαιρία σε επιστημονικά συνέδρια, διαλέξεις, παρουσιάσεις σε ομάδες και στο ευρύ κοινό, δημοσιεύματα στα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα και όλο αυτό το υλικό είναι εύκολα διαθέσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο. Φωτογραφίες κυκλοφόρησαν πολλές και πολλοί είχαν επισκεφθεί τον αρχαιολογικό χώρο πριν από την απαγόρευση επίσκεψής του.
Όταν είδατε το σύνολο των ευρημάτων πως αισθανθήκατε;
Το σύνολο των ευρημάτων ο αρχαιολόγος ποτέ δεν το βλέπει μονομιάς, το οικοδομεί μέρα με τη μέρα με την εργασία του, την επιστημονική του γνώση και την ελπίδα του. Το αίσθημα όμως που δεν μπορεί κανείς, ό,τι δουλειά και να κάνει, να λησμονήσει, εάν είχε την τύχη να επισκεφθεί αυτό το σύνολο, είναι μοναδικό και αδιαπραγμάτευτο, καθώς είδε τον εαυτό του να βαδίζει σαν κάτοικος ή αξιωματούχος της πόλης 18 αιώνες πριν πάνω στη λεωφόρο της, μέτρησε το μέγεθός του με το μέγεθος των ιστάμενων κτιρίων, άκουσε τους ήχους του δρόμου και της αγοράς, θυμήθηκε έμπρακτα ότι ζει μέσα στην ιστορία, στην καθημερινότητα, στη διαδοχή των ανθρώπων που έκαναν πάντα τα ίδια πράγματα με αυτόν.
Τι σημαίνει για την πόλη, για το ιστορικό κέντρο η ανάδειξη των αρχαιοτήτων; Η χρήση του χώρου, της Εγνατίας, δεν φαίνεται να έχει αλλάξει πολύ από τα Βυζαντινά χρόνια.
Θα μου επιτρέψετε να σας απαντήσω κάνοντας μια κάπως μεγαλύτερη διαδρομή, καθώς η ανάδειξη είναι το τέλος ενός δρόμου που δεν έχει ακόμη διανυθεί: έχουμε συνηθίσει τα τρία τελευταία χρόνια σε μία σειρά εκφράσεων και εννοιών που φαίνεται να μην τις καταλαβαίνουμε στην ουσία τους, αλλά τις αναμασάμε εύκολα όταν αυτό μας εξυπηρετεί.
Η «μεταφορά αρχαιοτήτων» είναι μία σπουδαία διαδικασία, προβλεπόμενη καθ’ όλα από τη νομοθεσία, υπό την αυστηρή προϋπόθεση βεβαίως ότι δεν υπάρχει άλλη προσφορότερη λύση για τη διάσωση του αρχαίου. Δεν εννοείται ότι κάθε φορά που ένα αρχαίο ενοχλεί, το μεταφέρουμε. Εάν όμως καταλήξουμε στο να το μεταφέρουμε, θα πρέπει να προηγηθεί ενδελεχής μελέτη προς τούτο.
Η «επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων» είναι μόνον τρεις λέξεις, γιατί στην πραγματικότητα, ποτέ στην Ελλάδα, από όσο τουλάχιστον γνωρίζω, δεν έχουν επιστρέψει αρχαία στη θέση από όπου αποκολλήθηκαν. Έχουν μετακινηθεί μικρής έκτασης και ευσύνοπτα –όχι σύνθετα- αρχαία. Ποτέ όμως δεν μεταφέρθηκαν και δεν επανέκαμψαν 1.600τ.μ. τοπίου, διότι περί τοπίου πρόκειται στο σταθμό Βενιζέλου. Αναφέρομαι μόνον στην επιφάνεια και όχι στον όγκο. Γιατί, καθώς έχω τη δυνατότητα να ανακαλώ ανά πάσα στιγμή στη μνήμη μου το ανάγλυφο του τοπίου αυτού, γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι πρόκειται για ένα σύνολο περιπεπλεγμένων όγκων και μορφών, ώστε θα καταστεί παγκόσμιος άθλος η μεταφορά και η επανάκαμψή τους. Εάν η πολιτεία παρά ταύτα επιμείνει στη μεταφορά τους, τότε οφείλει προηγουμένως να τα συντηρήσει, να τα αναστηλώσει και να τα σταθεροποιήσει κατά χώραν και μετά να τα τεμαχίσει, συσκευάσει και μεταφέρει για προσωρινή αποθήκευση. Φυσικά μια τέτοια διαδικασία δεν έχει κόστος 1.200.000 ευρώ, όπως παλιότερα κόστιζε το ξεσήκωμα που είχε προταθεί, αλλά και επιπλέον κόστος συντήρησης και επαναφοράς.
Εάν όμως πάλι η πολιτεία, αντί να αναλίσκεται χρόνια τώρα σε πολιτικές διελκυστίνδες συνοψιζόμενες σε σλόγκαν που λατρεύουμε ως λαός, διότι άρον-άρον και αυτά σταυρώνουν την ελληνική γλώσσα π.χ. «και μετρό και αρχαία», «ούτε μετρό ούτε αρχαία»), εάν λοιπόν η πολιτεία εξέταζε τα πράγματα θέλοντας να σταματήσει εδώ και τώρα το λάθος της επιπόλαιας επιλογής της να στήσει ένα τεράστιο δημόσιο έργο πάνω στην ιστορία της πόλης Θεσσαλονίκης -ρωμαϊκής μεγαλούπολης και μετέπειτα συμπρωτεύουσας του βυζαντινού κράτους-τότε ενδεχομένως θα υπήρχε λύση και μάλιστα ποιοτική.
Έως σήμερα κανένας σχετικός επιστήμονας δεν έχει γνωματεύσει για τη μη δυνατότητα κατασκευής του σταθμού χωρίς τα αρχαία να απομακρυνθούν από τη θέση τους, εκτός από την έχουσα ίδιον συμφέρον εταιρεία του Μετρό, η οποία το αποκλείει. Ο μόνος που στάθηκε στα αρχαία είναι ο Δήμος Θεσσαλονίκης που λόγω και έργω αγωνίζεται προς την κατεύθυνση της διάσωσης και ανάδειξης, και αν τελικά διασωθούν, σε αυτόν θα οφείλεται κατά κύριο λόγο.
Η επίσκεψη των αρχαιοτήτων ή, ακόμη καλύτερα, η καθημερινή επαφή με αυτά μέσω της διάβασης των πεζών από κοντά τους, η ένταξή τους στους διεθνείς ταξιδιωτικούς οδηγούς, η συμπερίληψή τους στις ξεναγήσεις των τουριστικών γραφείων, η επαφή τους με τους νέους, ο κόσμος που αυτά θα προσελκύσουν, θα ωθήσει την κίνηση της αγοράς προς τα πάνω που τώρα στενάζει πίσω από τις λαμαρίνες του εργοταξίου. Ενδεχομένως θα επανακάμψουν επαγγέλματα και λειτουργίες που ιστορικά τεκμηριώθηκαν με τις ανασκαφές, και αν αξιοποιηθεί στη σωστή κατεύθυνση και το Αλκαζάρ (το Μπεζεστένι επιτελεί ακόμη μέρος των αρχαίων λειτουργιών του), η πόλη θα αλλάξει πρόσωπο. Ο αρχαιολογικός περίπατος που θα συνδέει όλα αυτά με την αρχαία Αγορά, την Παναγία Χαλκέων, το Μπέη Χαμάμ και τα όμορφα διατηρητέα, που σήμερα δεν τα βλέπει κανείς, είναι πανεύκολο να γίνει. Τελικά είναι κρίμα να επιχειρηματολογούμε για ένα ζήτημα στοιχειώδους εξυπνάδας.
Έχουμε άλλα τέτοια παραδείγματα μνημείων της περιόδου που διατηρούνται στην Θεσσαλονίκη;
Κανένα τέτοιο που να μην τεκμαίρεται από τα συμφραζόμενα, αλλά απλά να ζεις μέσα σε αυτό. Η γνώση της αρχαιότητας αποκτάται από τη σύνδεση μεταξύ τους επιμέρους ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν με διαφορετικές αφορμές σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, ένα ΠΑΖΛ δηλαδή, που συμπληρώνεται με βραδύτητα, μόχθο, διάβασμα και υποθέσεις, δεν ολοκληρώνεται ποτέ και τα τεμάχιά του ενδέχεται να πάσχουν στη συνοχή τους, καθώς υπάρχουν μεγάλα κενά ανάμεσά τους. Η Θεσσαλονίκη είναι γνωστή ανασκαφικά περίπου στο ένα δέκατό της. Στην περίπτωση του σταυροδρομίου της Βενιζέλου υπάρχουν όλα.
Εξαιτίας της σύνδεσης των ευρημάτων με τα έργα του Μετρό παρατηρούμε μία επικοινωνιακή προσπάθεια που ενδεχομένως θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως προσπάθεια υποβάθμισης των αρχαιοτήτων. Μπορείτε να το σχολιάσετε;
Παρόλο ότι όλοι πλέον ισχυρίζονται ότι κατάλαβαν τη σημασία που θα έχει για την πόλη η διατήρηση των αρχαιοτήτων μέσα στο κέλυφος του σταθμού, προσέξτε παρακαλώ ένα σημείο, που απαντά άμεσα στο ερώτημά σας: Είναι δεύτερη φορά η φετινή, που τα νερά της Πάνω Πόλης μετά από νεροποντή οδηγήθηκαν δια μέσου της Βενιζέλου μέσα στο σκάμμα του σταθμού και πλημμύρισαν τα αρχαία. Μετά την πρώτη φορά, πέρυσι τον Ιούλιο, έπρεπε να είχαν ληφθεί ήδη προκαταβολικά μέτρα αλλαγής της διαδρομής του νερού, τα οποία είχαν ζητηθεί από την αρχαιολογική υπηρεσία. Τα αρχαία κονιάματα και οι λασποκτισίες δεν επιδέχονται πολλά τέτοια χτυπήματα (στην εποχή τους δεν ήταν εγκλωβισμένα σε τέσσερις τοίχους). Οι συνέπειες της άφρονος αυτής συμπεριφοράς θα φανούν στην επόμενη νεροποντή, αν δεν έχουν κιόλας φανεί. Ναι μεν άφρων, αλλά και βολική συμπεριφορά θα πρόσθετα, γιατί όσο τα αρχαία θα αυτοκαθαιρούνται, τόσο θα απομειώνεται η σημασία τους και θα εκλείπει ο λόγος της εκτενούς διατήρησής τους.
Στην αρχική σύμβαση για την κατασκευή του Μετρό είχε προϋπολογιστεί για τις αρχαιολογικές εργασίες ένα ποσό που όλοι σήμερα συνομολογούν ότι ήταν πάρα πολύ μικρό. Δεν ήξεραν τι θα βρουν; Με δεδομένο ότι τα έργα γίνονται στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο σταθμός Βενιζέλου σχεδιάστηκε πάνω στο αιώνιο σταυροδρόμι της Εγνατίας με τη Βενιζέλου και αυτό η αρχαιολογική υπηρεσία το είχε κάνει γνωστό στους αρμόδιους φορείς τότε που το έργο ήταν ακόμη στα χαρτιά. Ήξεραν λοιπόν τί θα βρουν, υπάρχει αρχειακό υλικό που το αποδεικνύει.
Όμως το έργο Μετρό ξεκίνησε χωρίς προηγούμενη μελέτη, χωρίς δηλαδή να καταγραφεί η ακολουθία ενεργειών και μέτρων που θα απαιτούνταν, εάν οι προειδοποιήσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας απέβαιναν πραγματικότητα. Είναι η λογική του «θα δούμε τί θα κάνουμε όταν προκύψει το πρόβλημα». Το έργο εκτελείται με μελετοκατασκευές, δηλαδή «βλέποντας και κάνοντας» με άλλα λόγια.
Η ανάγνωση των αρχείων προδίδει αμέσως ότι γνώση του ακριβούς μεγέθους των σταθμών από την αρχαιολογική υπηρεσία, όταν αυτή ερωτήθηκε να προϋπολογίσει, δεν υπήρχε.
Τα αποτελέσματα διδάσκουν ότι απαιτούνταν προσεκτικότερος χειρισμός στο στήσιμο του γιγάντιου αυτού εγχειρήματος, δεδομένης μάλιστα της σημασίας της διαφύλαξης της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς σαν μέγιστο κεφάλαιο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, του λαού μας πρώτου συμπεριλαμβανομένου. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η εποχή του ’60 με τις πολυκατοικίες που έπαιρναν σβάρνα τα αρχαία, καθώς ήταν ισχνή τότε η δύναμη της αρχαιολογικής υπηρεσίας, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ρώμη, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη είναι η τριάδα των μεγαλουπόλεων της αρχαιότητας που ζητούν περισσή φροντίδα και μεις κουμαντάρουμε στην επικράτειά μας μόνο τη Θεσσαλονίκη.
* Όλες οι φωτογραφίες είναι από την εισήγηση της Δρ. Δ. Μακροπούλου στο Τριακοστό Τέταρτο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης
Το μεγαλείο των αρχαιολογικών ευρημάτων μοναδικής αξίας για την Βυζαντινή Θεσσαλονίκη που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή του Μετρό της Θεσσαλονίκης δεν θα έπρεπε να αμφισβητείται.
Ίσως αν είχαν βρεθεί σε διαφορετικό σημείο ή αν η πόλη τα είχε δει να συνέβαινε έτσι. Όμως επειδή η κουβέντα που αφορά την ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων πάει "πακέτο" και με την πορεία κατασκευής του έργου η υπόθεση περιπλέκεται. Τόσο που πολλές φορές τα οικονομικά ζητήματα ενός προβληματικού από την πρώτη ημέρα τεχνικού έργου θολώνουν την εικόνα. Οι ακραίες μάλιστα φωνές έχουν φτάσει να ζητήσουν να καταχωθούν τα αρχαία ενώ με αγώνες της επιστημονικής κοινότητας και του Δήμου Θεσσαλονίκης μόλις πρόσφατα κερδήθηκε η παραμονή τους- αντί της απόσπασης- και η ανάδειξη τους στο φυσικό τους χώρο.
Η Δρ. Δέσποινα Μακροπούλου είχε την -κατά την άποψή μου- μεγάλη τύχη να είναι Διευθύντρια στην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων όταν ήρθε στο φως το σταυροδρόμι και η αρχαία Εγνατία. Γνωρίζει τα ευρήματα σαν την παλάμη του χεριού της, ίσως και καλύτερα. Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι βρέθηκε, τι συνέβη και φυσικά την άποψη της για το τι πρέπει να γίνει.
Συνέντευξη στην Κατερίνα Μπακιρτζή
Τι ακριβώς βρέθηκε κατά τη διάρκεια των έργων για το σταθμό της Βενιζέλου; Ήσασταν τότε Διευθύντρια της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Να διευκρινίσω ότι οι ανασκαφικές εργασίες είχαν ξεκινήσει αρκετό καιρό πριν τοποθετηθώ, το Δεκέμβριο του 2010, Διευθύντρια της Εφορείας. Είχαν ήδη αποκαλυφθεί τα νεότερα στρώματα τουρκοκρατίας και η ανασκαφική εργασία γινόταν στα διατιθέμενα κάθε φορά τμήματα του σταθμού. Είχαν βρεθεί τα ερείπια ενός μεγάλου δημόσιου κτηρίου που είχε οικοδομηθεί πριν τον 18ο αιώνα. Κατόπιν ο ανασκαφικός χώρος ενοποιήθηκε και συνεχίστηκε η έρευνα προς τα κάτω σε όλη την επιφάνεια του σταθμού. Τότε βρέθηκαν πολλά καταστήματα και εργαστήρια των βυζαντινών χρόνων κατά μήκος του μεγάλου δρόμου, της βυζαντινής Λεωφόρου, όπου κατασκευάζονταν και πωλούνταν κοσμήματα κυρίως.
Το φθινόπωρο του 2012 πλησιάζαμε πλέον στον 4ο αιώνα μ.Χ. Ότι σε λίγο θα βρίσκαμε το σταυροδρόμι και την αρχαία Εγνατία σε όλο το πλάτος της το ξέραμε, και σιγά-σιγά είδαμε να αναδύεται το τοπίο της κοσμικής Θεσσαλονίκης της ύστερης αρχαιότητας, που όλοι γνωρίζετε πια και που δικαίως αποκλήθηκε «Πομπηία της Θεσσαλονίκης».
Ο κύριος δρόμος της πόλης και τα παρακείμενα σε αυτόν σπίτια και δημόσια οικοδομήματα από τον 4ο αιώνα έως τον 12ο περίπου, όπως και η μορφή που είχε το σταυροδρόμι στους αιώνες αυτούς, είναι συνοπτικά τα ευρήματα που συνιστούν την «Πομπηία». Οι αρχαιότητες αυτές και η σημασία τους καταδείχτηκαν με κάθε ευκαιρία σε επιστημονικά συνέδρια, διαλέξεις, παρουσιάσεις σε ομάδες και στο ευρύ κοινό, δημοσιεύματα στα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα και όλο αυτό το υλικό είναι εύκολα διαθέσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο. Φωτογραφίες κυκλοφόρησαν πολλές και πολλοί είχαν επισκεφθεί τον αρχαιολογικό χώρο πριν από την απαγόρευση επίσκεψής του.
Το σύνολο των ευρημάτων ο αρχαιολόγος ποτέ δεν το βλέπει μονομιάς, το οικοδομεί μέρα με τη μέρα με την εργασία του, την επιστημονική του γνώση και την ελπίδα του. Το αίσθημα όμως που δεν μπορεί κανείς, ό,τι δουλειά και να κάνει, να λησμονήσει, εάν είχε την τύχη να επισκεφθεί αυτό το σύνολο, είναι μοναδικό και αδιαπραγμάτευτο, καθώς είδε τον εαυτό του να βαδίζει σαν κάτοικος ή αξιωματούχος της πόλης 18 αιώνες πριν πάνω στη λεωφόρο της, μέτρησε το μέγεθός του με το μέγεθος των ιστάμενων κτιρίων, άκουσε τους ήχους του δρόμου και της αγοράς, θυμήθηκε έμπρακτα ότι ζει μέσα στην ιστορία, στην καθημερινότητα, στη διαδοχή των ανθρώπων που έκαναν πάντα τα ίδια πράγματα με αυτόν.
Θα μου επιτρέψετε να σας απαντήσω κάνοντας μια κάπως μεγαλύτερη διαδρομή, καθώς η ανάδειξη είναι το τέλος ενός δρόμου που δεν έχει ακόμη διανυθεί: έχουμε συνηθίσει τα τρία τελευταία χρόνια σε μία σειρά εκφράσεων και εννοιών που φαίνεται να μην τις καταλαβαίνουμε στην ουσία τους, αλλά τις αναμασάμε εύκολα όταν αυτό μας εξυπηρετεί.
Η «μεταφορά αρχαιοτήτων» είναι μία σπουδαία διαδικασία, προβλεπόμενη καθ’ όλα από τη νομοθεσία, υπό την αυστηρή προϋπόθεση βεβαίως ότι δεν υπάρχει άλλη προσφορότερη λύση για τη διάσωση του αρχαίου. Δεν εννοείται ότι κάθε φορά που ένα αρχαίο ενοχλεί, το μεταφέρουμε. Εάν όμως καταλήξουμε στο να το μεταφέρουμε, θα πρέπει να προηγηθεί ενδελεχής μελέτη προς τούτο.
Η «επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων» είναι μόνον τρεις λέξεις, γιατί στην πραγματικότητα, ποτέ στην Ελλάδα, από όσο τουλάχιστον γνωρίζω, δεν έχουν επιστρέψει αρχαία στη θέση από όπου αποκολλήθηκαν. Έχουν μετακινηθεί μικρής έκτασης και ευσύνοπτα –όχι σύνθετα- αρχαία. Ποτέ όμως δεν μεταφέρθηκαν και δεν επανέκαμψαν 1.600τ.μ. τοπίου, διότι περί τοπίου πρόκειται στο σταθμό Βενιζέλου. Αναφέρομαι μόνον στην επιφάνεια και όχι στον όγκο. Γιατί, καθώς έχω τη δυνατότητα να ανακαλώ ανά πάσα στιγμή στη μνήμη μου το ανάγλυφο του τοπίου αυτού, γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι πρόκειται για ένα σύνολο περιπεπλεγμένων όγκων και μορφών, ώστε θα καταστεί παγκόσμιος άθλος η μεταφορά και η επανάκαμψή τους. Εάν η πολιτεία παρά ταύτα επιμείνει στη μεταφορά τους, τότε οφείλει προηγουμένως να τα συντηρήσει, να τα αναστηλώσει και να τα σταθεροποιήσει κατά χώραν και μετά να τα τεμαχίσει, συσκευάσει και μεταφέρει για προσωρινή αποθήκευση. Φυσικά μια τέτοια διαδικασία δεν έχει κόστος 1.200.000 ευρώ, όπως παλιότερα κόστιζε το ξεσήκωμα που είχε προταθεί, αλλά και επιπλέον κόστος συντήρησης και επαναφοράς.
Έως σήμερα κανένας σχετικός επιστήμονας δεν έχει γνωματεύσει για τη μη δυνατότητα κατασκευής του σταθμού χωρίς τα αρχαία να απομακρυνθούν από τη θέση τους, εκτός από την έχουσα ίδιον συμφέρον εταιρεία του Μετρό, η οποία το αποκλείει. Ο μόνος που στάθηκε στα αρχαία είναι ο Δήμος Θεσσαλονίκης που λόγω και έργω αγωνίζεται προς την κατεύθυνση της διάσωσης και ανάδειξης, και αν τελικά διασωθούν, σε αυτόν θα οφείλεται κατά κύριο λόγο.
Η επίσκεψη των αρχαιοτήτων ή, ακόμη καλύτερα, η καθημερινή επαφή με αυτά μέσω της διάβασης των πεζών από κοντά τους, η ένταξή τους στους διεθνείς ταξιδιωτικούς οδηγούς, η συμπερίληψή τους στις ξεναγήσεις των τουριστικών γραφείων, η επαφή τους με τους νέους, ο κόσμος που αυτά θα προσελκύσουν, θα ωθήσει την κίνηση της αγοράς προς τα πάνω που τώρα στενάζει πίσω από τις λαμαρίνες του εργοταξίου. Ενδεχομένως θα επανακάμψουν επαγγέλματα και λειτουργίες που ιστορικά τεκμηριώθηκαν με τις ανασκαφές, και αν αξιοποιηθεί στη σωστή κατεύθυνση και το Αλκαζάρ (το Μπεζεστένι επιτελεί ακόμη μέρος των αρχαίων λειτουργιών του), η πόλη θα αλλάξει πρόσωπο. Ο αρχαιολογικός περίπατος που θα συνδέει όλα αυτά με την αρχαία Αγορά, την Παναγία Χαλκέων, το Μπέη Χαμάμ και τα όμορφα διατηρητέα, που σήμερα δεν τα βλέπει κανείς, είναι πανεύκολο να γίνει. Τελικά είναι κρίμα να επιχειρηματολογούμε για ένα ζήτημα στοιχειώδους εξυπνάδας.
Κανένα τέτοιο που να μην τεκμαίρεται από τα συμφραζόμενα, αλλά απλά να ζεις μέσα σε αυτό. Η γνώση της αρχαιότητας αποκτάται από τη σύνδεση μεταξύ τους επιμέρους ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν με διαφορετικές αφορμές σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, ένα ΠΑΖΛ δηλαδή, που συμπληρώνεται με βραδύτητα, μόχθο, διάβασμα και υποθέσεις, δεν ολοκληρώνεται ποτέ και τα τεμάχιά του ενδέχεται να πάσχουν στη συνοχή τους, καθώς υπάρχουν μεγάλα κενά ανάμεσά τους. Η Θεσσαλονίκη είναι γνωστή ανασκαφικά περίπου στο ένα δέκατό της. Στην περίπτωση του σταυροδρομίου της Βενιζέλου υπάρχουν όλα.
Εξαιτίας της σύνδεσης των ευρημάτων με τα έργα του Μετρό παρατηρούμε μία επικοινωνιακή προσπάθεια που ενδεχομένως θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως προσπάθεια υποβάθμισης των αρχαιοτήτων. Μπορείτε να το σχολιάσετε;
Παρόλο ότι όλοι πλέον ισχυρίζονται ότι κατάλαβαν τη σημασία που θα έχει για την πόλη η διατήρηση των αρχαιοτήτων μέσα στο κέλυφος του σταθμού, προσέξτε παρακαλώ ένα σημείο, που απαντά άμεσα στο ερώτημά σας: Είναι δεύτερη φορά η φετινή, που τα νερά της Πάνω Πόλης μετά από νεροποντή οδηγήθηκαν δια μέσου της Βενιζέλου μέσα στο σκάμμα του σταθμού και πλημμύρισαν τα αρχαία. Μετά την πρώτη φορά, πέρυσι τον Ιούλιο, έπρεπε να είχαν ληφθεί ήδη προκαταβολικά μέτρα αλλαγής της διαδρομής του νερού, τα οποία είχαν ζητηθεί από την αρχαιολογική υπηρεσία. Τα αρχαία κονιάματα και οι λασποκτισίες δεν επιδέχονται πολλά τέτοια χτυπήματα (στην εποχή τους δεν ήταν εγκλωβισμένα σε τέσσερις τοίχους). Οι συνέπειες της άφρονος αυτής συμπεριφοράς θα φανούν στην επόμενη νεροποντή, αν δεν έχουν κιόλας φανεί. Ναι μεν άφρων, αλλά και βολική συμπεριφορά θα πρόσθετα, γιατί όσο τα αρχαία θα αυτοκαθαιρούνται, τόσο θα απομειώνεται η σημασία τους και θα εκλείπει ο λόγος της εκτενούς διατήρησής τους.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο σταθμός Βενιζέλου σχεδιάστηκε πάνω στο αιώνιο σταυροδρόμι της Εγνατίας με τη Βενιζέλου και αυτό η αρχαιολογική υπηρεσία το είχε κάνει γνωστό στους αρμόδιους φορείς τότε που το έργο ήταν ακόμη στα χαρτιά. Ήξεραν λοιπόν τί θα βρουν, υπάρχει αρχειακό υλικό που το αποδεικνύει.
Όμως το έργο Μετρό ξεκίνησε χωρίς προηγούμενη μελέτη, χωρίς δηλαδή να καταγραφεί η ακολουθία ενεργειών και μέτρων που θα απαιτούνταν, εάν οι προειδοποιήσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας απέβαιναν πραγματικότητα. Είναι η λογική του «θα δούμε τί θα κάνουμε όταν προκύψει το πρόβλημα». Το έργο εκτελείται με μελετοκατασκευές, δηλαδή «βλέποντας και κάνοντας» με άλλα λόγια.
Η ανάγνωση των αρχείων προδίδει αμέσως ότι γνώση του ακριβούς μεγέθους των σταθμών από την αρχαιολογική υπηρεσία, όταν αυτή ερωτήθηκε να προϋπολογίσει, δεν υπήρχε.
Τα αποτελέσματα διδάσκουν ότι απαιτούνταν προσεκτικότερος χειρισμός στο στήσιμο του γιγάντιου αυτού εγχειρήματος, δεδομένης μάλιστα της σημασίας της διαφύλαξης της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς σαν μέγιστο κεφάλαιο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, του λαού μας πρώτου συμπεριλαμβανομένου. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η εποχή του ’60 με τις πολυκατοικίες που έπαιρναν σβάρνα τα αρχαία, καθώς ήταν ισχνή τότε η δύναμη της αρχαιολογικής υπηρεσίας, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ρώμη, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη είναι η τριάδα των μεγαλουπόλεων της αρχαιότητας που ζητούν περισσή φροντίδα και μεις κουμαντάρουμε στην επικράτειά μας μόνο τη Θεσσαλονίκη.
* Όλες οι φωτογραφίες είναι από την εισήγηση της Δρ. Δ. Μακροπούλου στο Τριακοστό Τέταρτο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.