Μπροστά σε ό,τι απέμεινε από ένα παλαιοχριστιανικό μοναστήρι λίγα μέτρα έξω από τα παλιά τείχη και τη Χρυσή Πύλη στη δυτική είσοδο της πόλης στο Βαρδάρη εικάζουν ότι βρέθηκαν οι αρχαιολόγοι της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων...
Του Κωστή Κεκελιάδη
Στην ανασκαφή του μετρό, στο σταθμό διακλάδωσης επί της Μοναστηρίου κοντά στο Βαρδάρη, οι αρχαιολόγοι εντόπισαν ένα ογκώδες κτίσμα, που μοιάζει να είναι ο οχυρωμένος περίβολος κτιρίου, το οποίο χτίστηκε πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στη Χρυσή Πύλη, περίπου εκεί όπου σήμερα βρίσκονται τα δικαστήρια.
Δύο στοιχεία είναι καθοριστικά για την αξιολόγηση του ευρήματος, που χρονολογείται στην παλαιοχριστιανική εποχή (ανάμεσα στον 4ο και τον 7ο μ.Χ. αιώνα). Το γεγονός ότι το κτίσμα κόβει τον κεντρικό δρόμο και πως η τοιχοποιία του περιβόλου έχει μεγάλο πλάτος οδηγεί τους αρχαιολόγους στο πρώτο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για σημαντικό οικοδόμημα.
Σε ό,τι αφορά τη χρήση του κτιρίου, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν θρησκευτικό μνημείο. «Ξέρουμε από κείμενα ευρωπαίων περιηγητών ότι πολλά μοναστήρια εκτός των τειχών είχαν δική τους οχύρωση», λέει η διευθύντρια της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Μελίνα Παϊσίδου, «και εικάζουμε ότι είμαστε μπροστά σε λείψανα παλαιοχριστιανικής μονής, αφού γνωρίζουμε ότι συνήθιζαν να χτίζουν μοναστήρια σε τόπους όπου εκτελέστηκαν χριστιανοί -συνήθως έξω από τα τείχη- την εποχή που κυβερνούσαν οι ρωμαίοι αυτοκράτορες Διοκλητιανός και Γαλέριος». Κατά την ίδια οι τάφοι που βρίσκονται γύρω από το οικοδόμημα ενισχύουν την άποψη ότι πρόκειται για μοναστηριακό κτίριο.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα αρχαιολογικά ευρήματα καταγράφεται έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην περιοχή από τον 5ο μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Στην ανασκαφή έχουν βρεθεί πολλά νομίσματα του 6ου αιώνα, τα περισσότερα χάλκινα.
Στην ανασκαφή του μετρό, στο σταθμό διακλάδωσης επί της Μοναστηρίου κοντά στο Βαρδάρη, οι αρχαιολόγοι εντόπισαν ένα ογκώδες κτίσμα, που μοιάζει να είναι ο οχυρωμένος περίβολος κτιρίου, το οποίο χτίστηκε πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στη Χρυσή Πύλη, περίπου εκεί όπου σήμερα βρίσκονται τα δικαστήρια.
Δύο στοιχεία είναι καθοριστικά για την αξιολόγηση του ευρήματος, που χρονολογείται στην παλαιοχριστιανική εποχή (ανάμεσα στον 4ο και τον 7ο μ.Χ. αιώνα). Το γεγονός ότι το κτίσμα κόβει τον κεντρικό δρόμο και πως η τοιχοποιία του περιβόλου έχει μεγάλο πλάτος οδηγεί τους αρχαιολόγους στο πρώτο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για σημαντικό οικοδόμημα.
Σε ό,τι αφορά τη χρήση του κτιρίου, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν θρησκευτικό μνημείο. «Ξέρουμε από κείμενα ευρωπαίων περιηγητών ότι πολλά μοναστήρια εκτός των τειχών είχαν δική τους οχύρωση», λέει η διευθύντρια της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Μελίνα Παϊσίδου, «και εικάζουμε ότι είμαστε μπροστά σε λείψανα παλαιοχριστιανικής μονής, αφού γνωρίζουμε ότι συνήθιζαν να χτίζουν μοναστήρια σε τόπους όπου εκτελέστηκαν χριστιανοί -συνήθως έξω από τα τείχη- την εποχή που κυβερνούσαν οι ρωμαίοι αυτοκράτορες Διοκλητιανός και Γαλέριος». Κατά την ίδια οι τάφοι που βρίσκονται γύρω από το οικοδόμημα ενισχύουν την άποψη ότι πρόκειται για μοναστηριακό κτίριο.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα αρχαιολογικά ευρήματα καταγράφεται έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην περιοχή από τον 5ο μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Στην ανασκαφή έχουν βρεθεί πολλά νομίσματα του 6ου αιώνα, τα περισσότερα χάλκινα.
Το παζλ της περιοχής
Στοιχεία που θα οδηγούν σε ασφαλέστερα συμπεράσματα οι αρχαιολόγοι περιμένουν να βρεθούν, όταν θα ανασκαφεί και το βόρειο μέρος του δρόμου, ώστε να σχηματιστεί πλήρως η εικόνα του πολεοδομικού παζλ της περιοχής.
Τμήμα του δρόμου που συναντάται στη δυτική είσοδο της πόλης έχει αποκαλυφθεί και σε άλλα σημεία σε παλαιότερες ανασκαφές, όπως αυτή στο κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται η δημοτική αστυνομία.
Από το καλοκαίρι του 2006 η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με είκοσι αρχαιολόγους βρίσκεται σε τέσσερα σκάμματα κατά μήκος της χάραξης του μετρό στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Το σπουδαιότερο εύρημα που μέχρι στιγμής έχει αποκαλυφθεί είναι μία παλαιοχριστιανική βασιλική εκκλησία στην ανασκαφή στο ύψος της Θεολογικής σχολής του ΑΠΘ.
Αναφορικά με τα ευρήματα στο Βαρδάρη, όταν ολοκληρωθεί η έρευνα, θα υποβληθούν τα στοιχεία στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και οι επιλογές που υπάρχουν είναι να αποφασιστεί είτε η μεταφορά του μνημείου εξ ολοκλήρου και η έκθεσή του στο σταθμό του μετρό, όταν αυτός κατασκευαστεί, είτε η αποδόμηση του κτίσματος και η διατήρηση των κομματιών που θα κριθεί ότι έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Σημάδια κατοικίας έξω από τα τείχη
Λίγα μέτρα από το σταθμό διακλάδωσης του μετρό, στη δεύτερη ανασκαφή του Βαρδάρη, οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως στοιχεία που δείχνουν κτίσματα τα οποία χρησιμοποιούνταν ως κατοικία. Δίπλα σε έναν τοίχο, στο εσωτερικό ενός σπιτιού, βρέθηκαν εργαλείο που χρησιμοποιούταν για την ύφανση (αγνύθα, υφαντικό βάρος) και λαβές αγγείων. Βρέθηκαν επίσης νομίσματα της εποχής κατά την οποία βασίλεψε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, όταν δηλαδή έπεσε η αυλαία της παλαιοχριστιανικής περιόδου.
Η δυτική είσοδος της πόλης
Τα λείψανα του παλαιοχριστιανικού οικοδομήματος βρίσκονται πάνω στον άξονα της Χρυσής Πύλης, που από την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή ήταν η κύρια πύλη εισόδου για όσους έρχονταν από την Εγνατία οδό ή τη νότια Ελλάδα. Το μνημειακό τόξο, που καταστράφηκε το 1874, όταν οι Οθωμανοί στο πλαίσιο του μεταρρυθμιστικού έργου τους γκρέμισαν μεγάλος μέρος της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης, πιθανότατα ανεγέρθηκε, για να αφιερωθεί στον Οκτάβιο και τον Αντώνιο μετά τη νίκη τους στους Φιλίππους εναντίον των αντιπάλων τους της Δημοκρατικής παράταξης. Στο πάνω μέρος του το μνημείο ήταν διακοσμημένο με γιρλάντες και βουκράνια, ενώ στους πεσσούς του, δεξιά και αριστερά από το τοξωτό άνοιγμά του, υπήρχαν δύο ανάγλυφοι ιππείς, που ενδεχομένως αναπαριστούσαν τους ίδιους τους ρωμαίους νικητές στην κοιλάδα των Φιλίππων.
Ο σημαντικότερος δρόμος, που διέσχιζε την πόλη από τη Χρυσή Πύλη στα δυτικά και κατέληγε ανατολικά στην Κασσανδριώτικη Πύλη, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το σιντριβάνι, ήταν η Via Regia, που πλαισιωνόταν με κιονοστοιχίες και στοές και είχε οδόστρωμα πλάτους 16 μέτρων.
* Αντλήθηκαν στοιχεία από το συλλογικό τόμο «Θεσσαλονίκη, τοις αγαθοίς βασιλεύουσα, ιστορία και πολιτισμός β’ τόμος» (εκδόσεις Παρατηρητής).
Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής
Η παλαιοχριστιανική εποχή τοποθετείται περίπου στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν ο ρωμαίος αυτοκράτορας Γαλέριος εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και οικοδομεί τα επιβλητικά κτίσματα, γνωστά ως «Γαλεριανό συγκρότημα». Την ίδια εποχή (303 ή 304 μ.Χ.) εκτελέστηκε με εντολή του Γαλέριου ο χριστιανός αξιωματικός του στρατού Δημήτριος, που αργότερα αναγορεύτηκε σε άγιο, προστάτη της πόλης.
Το 323-324 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κατασκεύασε στο νοτιοδυτικό άκρο της Θεσσαλονίκης το τεχνητό «λιμάνι της Θεσσαλονίκης».
Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’ είχε τη Θεσσαλονίκη έδρα για τις πολεμικές επιχειρήσεις του εναντίον των Γότθων. Παράλληλα ακολουθούσε και τη διπλωματική οδό, για να ενσωματώσει τους Γότθους στην αυτοκρατορία. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθέτησε γοτθική φρουρά στην πόλη με επικεφαλής στρατιωτικό διοικητή έναν Γότθο, τον Βουτέριχο. Ο τελευταίος κάποια στιγμή φυλάκισε έναν γνωστό ηνίοχο παραμονές μιας αρματοδρομίας. Το γεγονός αποτέλεσε την αφορμή που προκάλεσε μία μεγάλη στάση του πληθυσμού, η οποία οδήγησε στη θανάτωση του Βουτέριχου. Τα αντίποινα ήταν ιδιαίτερα σκληρά με αποκορύφωμα τη σφαγή 9.000 (ή κατ’ άλλους 15.000 πολιτών) στον Ιππόδρομο από τη γοτθική φρουρά με εντολή του Θεοδόσιου.
Τέλη του 4ου και αρχές του 5ου αιώνα τοποθετείται και η κατασκευή του κύριου μέρους των τειχών της πόλης από τον Πέρση στρατηγό του Θεοδόσιου, Ορμίσδα.
Την περίοδο που ακολουθεί, κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, η Θεσσαλονίκη δέχεται διαδοχικές επιθέσεις από Αβάρους και κυρίως από Σλάβους.
Ανεκτίμητη πηγή «ρευστού» χρήματος -σε μία δύσκολη οικονομική συγκυρία- αποδεικνύονται οι ανασκαφές του μετρό, οι οποίες αποκαλύπτουν εκατοντάδες νομίσματα. Όπως τονίζει η νομισματολόγος της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ελένη Λιάντα, η πληθώρα των ευρημάτων ενισχύει την άποψη ότι υπήρχε νομισματοκοπείο στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα κατά την παλαιολόγεια περίοδο. Επίσης δείχνουν ότι οι συναλλαγές γίνονταν σε χάλκινο νόμισμα. «Επρόκειτο για μία κοινωνία που ήταν νομισματική και όχι ανταλλακτική», λέει η κ. Λιάντα.
Τα νομίσματα που βρίσκονται συχνότερα είναι τα κοιλόκυρτα χάλκινα στάμενα, που χρησιμοποιούνταν για τις καθημερινές συναλλαγές μικρής αξίας των κατοίκων.
Άλλη κατηγορία νομισμάτων της ίδιας εποχής είναι το μισό τεταρτηρό. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, η αξία του με σημερινά δεδομένα θα αντιστοιχούσε σε 20 λεπτά του ευρώ.
Το «σκληρό» νόμισμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας με βάση το οποίο καθορίζονταν οι χρηματικές ισοτιμίες και οι εμπορικές συναλλαγές ήταν το χρυσό υπέρπυρο, το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη συλλογή φόρων, τις διπλωματικές αποστολές και μεγάλες κρατικές αγορές. Άλλα νομίσματα ήταν τα βενετσιάνικα και τα χρυσά δουκάτα.
Τα νομίσματα που αποκαλύπτονται μαζί με τα θραύσματα αγγείων τα οποία χρονολογούνται στην εποχή που καλύπτει η 9η Εφορεία συγκεντρώνονται στα λουτρά Φοίνιξ (στη συμβολή των οδών Ανδρέου Κάλβου και Π. Καρατζά, στο Βαρδάρη) και μελετώνται από τους αρχαιολόγους. Τα λουτρά Φοίνιξ (πασά χαμάμ) χτίστηκαν την περίοδοσ 1520-1530 από τον οθωμανό αξιωματούχο Κασίμ πασά. Λειτουργούσαν ως λουτρά μέχρι το 1981.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.